Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Ο κοιλιόδουλος…



Ναι, είμαι κοιλιόδουλος. Δούλος της κοιλιάς δηλαδή, δούλος του φαγητού (και του ποτού), λαίμαργος, φαγάνας, φαταούλας, σαρκά του δημαρχείου, λίξης, λιχούδης και όλα τα συναφή. Όταν βλέπω φαγητό απλά δεν μπορώ ν’ αντισταθώ, όσο χορτασμένος και να είμαι. Όταν η μυρωδιά γαργαλάει τη μύτη μου, όλες μου οι αντιστάσεις καταρρέουν και το μόνο που θέλω (διακαώς) είναι να γευτώ, να φάω, να μασήσω!
Το φαγητό είναι απόλαυση, τέλος!
Ανοίγεις την TV. Παντού, εκπομπές μαγειρικής. Ακούς ράδιο, διαφημίσεις φαγητού, εστιατορίων. Με παίρνει η μάνα μου… «Τι θα φάμε σήμερα γιε μου;» Με παίρνουν οι φίλοι μου… «Πάμε κάπου να φάμε απόψε;» Παίρνω εγώ τους φίλους μου «Ελάτε ποδά να τσιμπήσουμε τίποτε»… Και εννοείται ότι τελικά δεν τσιμπήσουμε, αλλά τρώμεν ώσπου να μεν μπορούμε να αναπνεύσουμε τζιαι στο τέλος γυρεύκουμεν σόδες τζιαι αφρόζες να μας κάμουν καλά. Το τελευταίο trent… Λόγω της κρίσης και της κρυάδας, εβαοθήκαμεν ούλοι έσσο μας. Όσοι έχουν τζάκια λοιπόν, όλο και κάτι θα ψήσουν («τσιμπηματα» πάλε). Και στο τέλος καταλήγουμε… ρομαντικά, δίπλα στο τζάκι, να ποφυσούμε που το φαί τζιαι το ποτό. Τι λουκάνικα, φτανά, κρασιά, χαλλούμια, όλα στο βωμό του τζακιού και της λαιμαργίας μας.
Ελαρτομουστατζιάσαμεν, ελάλεν η μακαρίτισσα η γιαγιά μου!
Εθκιάβασα πρόσφατα κάτι που μου άρεσε πάρα πολλά. Το εθνικό φαγητό των Κυπραίων ήταν η σούβλα… Τωρά με την κρίσην όμως, εν οι μολόχες! Ε τζιαι γιατί όι δηλαδή; Μια χαρά εν οι μολόχες. Φκαίνεις μες τα χωράφκια, συνάεις τες (επ’ ευκαιρία βρίσκεις τζιαι λλίους καραόλους, καφκαρούες τζιαι τζιλίντρικα), κόφκεις τες, πλυνίσκεις τες καλά, βράζεις τες με λλίες πατατούες κοτσινοχωρκάτικες, βάλεις λάδι τζιαι λεμόνι τζι εν μούσκος πράμαν! Μ’ ένα σμπάρο πολλά τριώνια. Γιατί τζιαι τη βόλτα στην εξοχή κάμνεις την, τζιαι την γυμναστική σου, τζιαι καθαρόν αέρα μυρίζεις, τζιαι τρώεις χόρτα που εν ωφέλιμα, τζιαι φκάλλεις την μούχτιν… Τι άλλο θέλεις; Μολόχες ενάντια στην κρίση!
Ζήτω η μολόχα…
Πέραν της κρίσης τωρά, επειδή τζιαι η κρίση θέλει καλοπέραση… Πάμε τις προάλλες σε μια ταβέρνα να «τσιμπήσουμε»… Ε, τι άλλο θα τσιμπήσουμε εκτός που μεζέ. Πάλε επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό… Αρκέφκει φέρνει, φέρνει, φέρνει, τζι εμείς τρώμε, τρώμε, τρώμε όσπου να πουζιάσουμε, αλλά εγώ επιμένω τζιαι τρώω, όσπου να μεν μείνει τίποτε πας το τραπέζι (εν κρίμα να πετάσσουμε φαγιά). Το αποκορύφωμα είναι ότι στο τέλος, αφού φάω τζιαι σπάσω, ο αριστερός μου σσιηλλόδοντας αρκέφκει τζιαι σούζεται… Τζι αν δεν φάω κάτι γλυτζίν, σίουρα εννα ππέσει! Να μεν φάμεν κανένα γλυκό του κουταλιού, φρούτο (για τη χώνεψη) τζιαι κανένα πουρεκκούιν; Αμαρτία…. Τζιαι ύστερα που πάω έσσο να παραπονιούμαι γιατί εν μπορώ να τζοιμηθώ, γιατί θωρώ εφιάλτες, γιατί διψώ ούλη νύχτα, γιατί ρέουμαι τες 5-6 σιεφταλιές που εκαταβρόχθησα κλπ κλπ…
Τελικά επήρα το απόφαση… Το φαϊν εν τω κόφκω… Μόνο άμαν εν μου μπαίνουν με παντελόνια με φανέλες, κορτώσει η τζοιλιά, τα ψωμάκια (άτιμα love handles) ξεφύγουν που τον έλεγχο, τζιαμέ πιάνουν με τύψεις τζιαι προσέχω… Όσπου να χάσω λλία κιλά τζιαι πάλε που την αρκήν. Σαν το μπαλόνι, φουσκώνω, ξεφουσκώνω, φουσκώνω ξεφουσκώνω…

Εννα κλείσω με μια κουβέντα που είπεν ένας…

Δεν μπορεί κάποιος να σκεφτεί καλά, να αγαπήσει καλά, να κοιμηθεί καλά, αν δεν έχει φάει καλά… Γι’ αυτόν τζι εγώ τρώω τζιαι πολλά τζιαι καλά, για να σκέφτουμαι,  ν’ αγαπώ τζιαι να κοιμούμαι (τούτον εν σχετικό), όι μόνον καλά αλλά κάλλιστα!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου